- ἐνεδρεύει
- ἐνεδρεύωlie in wait forpres ind mp 2nd sgἐνεδρεύωlie in wait forpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεδρευτής — ο (AM ἐνεδρευτής) αυτός που ενεδρεύει, που μετέχει σε ενέδρα («ενεδρευτής στρατιώτης») νεοελλ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών καραβιιδών … Dictionary of Greek
εφεδρεία — η (Α ἐφεδρεία) [εφεδρεύω] 1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.) 2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά… … Dictionary of Greek
καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… … Dictionary of Greek
καρτέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαργαριτίου του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 21 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαργαριτίου. 2.… … Dictionary of Greek
λοχίτης — λοχίτης, ου, θηλ. λοχῑτις (AM) [λόχος] αυτός που ενεδρεύει («καί τις ἐκεῑθεν ὁδοιπορῶν ἀπέριττος ἄνθρωπος περιπεσέτω τοῑς λοχίταις», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που είναι από τον ίδιο λόχο με άλλον, συστρατιώτης («εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ»,… … Dictionary of Greek
λοχητής — λοχητής, ὁ (Α) [λοχώ] αυτός που ενεδρεύει, που παραμονεύει … Dictionary of Greek
λοχητικός — λοχητικός, ή, όν (Α) [λοχητής] 1. επιτήδειος στο να ελλοχεύει, να ενεδρεύει 2. μτφ. πανούργος, δόλιος, επίβουλος … Dictionary of Greek
μονιάς — ο [μονιά] 1. λύκος που παραμονεύει και ενεδρεύει στο ίδιο μέρος για να αρπάζει ζώα, και ιδίως πρόβατα, από τα κοπάδια 2. πρωτότοκο λυκόπουλο 3. φρ. «παλιός μονίας» άνθρωπος πολύ πανούργος ή άνθρωπος πολύ έμπειρος, αλλ. γερόλυκος … Dictionary of Greek
νυκτιλόχος — νυκτιλόχος, ον (ΑΜ) αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμο λόχος)] … Dictionary of Greek
οδοστάτης — ὁδοστάτης, ὁ (Μ) 1. αυτός που φυλάει τους δρόμους, ο οδοφύλακας 2. αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους, ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι, πρβλ. στα τός), πρβλ. μεσο στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek